-
1 ελατό
το см. ελατός -
2 έλατο
[элаго] ουσ. о. сосна,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > έλατο
-
3 έλατο
[элаго] ουσ ο сосна. -
4 ελατο
köknar, Noel ağacı, gümüş selvi -
5 έλατο
1) choinka (f) rzecz.2) jodła (f) rzecz. -
6 έλατο
firΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > έλατο
-
7 fir
έλατο -
8 choinka
έλατο -
9 jodła
έλατο -
10 ель
-
11 дуктилометр
το όργανο μέτρησης ελατό-τητας/ολκιμότητας των μετάλλων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дуктилометр
-
12 ель
бот. η ελάτη, разг. το έλατο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ель
-
13 елка
елкаж τό Ελατο, ἡ ἐλάτη:новогодняя \елка τό πρωτοχρονιάτικο δέντρο. -
14 еловый
елов||ыйприл ἐλάτινος, ἀπό Ελατό:\еловыйая шишка τό κουκουνάρι. -
15 ель
ельж τό ἔλατο, ἡ ἐλάτη. -
16 пихта
пихтаж бот. τό ἔλατο, ἡ ἐλατη. -
17 тис
тисм бот. τό ήμερο ἔλατο, ὁ ίταμος, τάξος ἡ ραγοφόρος. -
18 fir
[fə:](a kind of evergreen tree that bears cones (fir-cones) and is often grown for its wood.) έλατο -
19 yew
[ju:](a type of evergreen tree with dark leaves and red berries.) ήμερο έλατο -
20 Слка
[ιόλκα] ουσ. θ. έλατο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
έλατο — έλατο, το και έλατος, ο και ελάτι, το δέντρο του δάσους, κωνοφόρο, αειθαλές, ψηλό, που ευδοκιμεί σε ορεινές περιοχές (μεταξύ 500 και 1.500 μ.), με φύλλωμα σχήματος πυραμίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έλατο — Ονομασία που χαρακτηρίζει αρκετά είδη κωνοφόρων των γενών άμπιες και πικέα (οικογένεια πευκίδες). Τα δύο αυτά γένη είναι διαδεδομένα στις εύκρατες και ψυχρές χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής, όπου σχηματίζουν εκτεταμένα δάση … Dictionary of Greek
ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… … Dictionary of Greek
Βορειοαμερικανικές Κορδιλιέρες — Ο όρος κορδιλιέρα, που χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει μακρές οροσειρές παράλληλες μεταξύ τους, χρησιμοποιείται στη Βόρεια Αμερική για ολόκληρη την ορεινή περιοχή που ορίζεται από τις οροσειρές της Αλάσκα, των Βραχωδών Ορέων και της… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
κεδρελάτη — κεδρελάτη, ἡ (Α) το φυτό συριακή κέδρος, που μοιάζει με το έλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἐλάτη «έλατο»] … Dictionary of Greek
ορεόφυτα — (orophytes). Φυτά προσαρμοσμένα σε ορεινό περιβάλλον. Τα διάφορα είδη των φυτών αυτών, είναι προσαρμοσμένα κυρίως σε συνθήκες ψύχους και ξηρασίας, οι οποίες παρατηρούνται όσο ανεβαίνουμε σε ύψος. Τα περισσότερα από τα φυτά αυτά έχουν μόνιμο… … Dictionary of Greek
βελονόφυλλα — Φυτά με μακριά, πολύ λεπτά και σκληρά φύλλα, που μοιάζουν με βελόνα. Τα φύλλα έχουν μόνο ένα κεντρικό νεύρο (μονόνευρα), χωρίς διακλαδώσεις. Τα βελονοειδή φύλλα είναι γενικά μόνιμα και τα β. φυτά είναι αείφυλλα και διατηρούν την ίδια όψη όλες τις … Dictionary of Greek
άινος — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία πόλη της Θράκης (την αναφέρει ο Όμηρος) στις εκβολές του Έβρου, στην τουρκική σήμερα όχθη του. Φαίνεται πως πριν ακόμα από τη μυκηναϊκή εποχή είχε αποικιστεί από Αιολείς της κυρίως Ελλάδας και των νησιών. Τα… … Dictionary of Greek
έλατος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αρκάδα από την κόρη του Aμύλκα, Λεάνειρα, ή από τη νύμφη Χρυσοπέλεια, αδελφός του Αγάνα και του Αφείδαντα, πατέρας του Στύμφαλου, του Αιγύπτου, του Περσέα, του Κυλλήνα και της Ισχύος, από τη Λαοδίκη. Ήταν … Dictionary of Greek
έπιπλο — Κινητή ξύλινη ή μεταλλική κατασκευή ποικίλων χρήσεων. Η ιστορία των ε. είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν ο κόσμος. Αν όμως το έ. εξεταστεί όχι μόνο από την πλευρά της χρησιμότητας αλλά και του διακοσμητικού χαρακτήρα του, η πραγματική ιστορική αρχή του … Dictionary of Greek